προξενούμαι

προξενούμαι
-όομαι, Α
με φιλοξενούν, με δέχονται ως φιλοξενούμενο προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ξενοῦμαι «έχω φιλική περιποίηση ως φιλοξενούμενος κάποιου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσγίνομαι — ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α 1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», Θουκ.) 2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.) αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”